- παρέκχυσις
- παρέκχυσιςoverflowingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέκχυσις — εως, ἡ, ΜΑ [παρεκχέω] 1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα 2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.) αρχ. (για χυμούς) έκχυση … Dictionary of Greek
παρεκχύσει — παρέκχυσις overflowing fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρεκχύσεϊ , παρέκχυσις overflowing fem dat sg (epic) παρέκχυσις overflowing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκχύσεις — παρέκχυσις overflowing fem nom/voc pl (attic epic) παρέκχυσις overflowing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκχυσιν — παρέκχυσις overflowing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)